PAPADHMHTRIOU sel DD Layout 1 10/06/2010...

736
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 1

Transcript of PAPADHMHTRIOU sel DD Layout 1 10/06/2010...

  • PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 1

  • PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 2

  • Αλεξάνδρεια-Αθήνα

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 3

  • ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

    j

    Τζέντα, αφήγημα, 2008

    Αλεξάνδρεια-Αθήνα, αφήγημα, 2010

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 4

  • ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ-ΑΘΗΝΑΑφήγημα

    ö õ

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 5

  • © Copyright Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.,Αθήνα 2010

    Έτος 1ης έκδοσης: 2010

    Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιον -δήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρόπο αναπα -ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλε-κτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31e-mail: [email protected]

    www.kastaniotis.com

    ISBN 978-960-03-5107-1

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 6

  • Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 7

  • PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 8

  • 1 6 Ι ο υ λ ί ο υ 1 9 6 0 : Ά φ ι ξ η

    «ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ άρχισε προσγείωση», ανακοινώνει αγγλιστί ηφωνή του πιλότου από το μικρόφωνο – επιβάτες ένας άντρας, μιαγυναίκα, δυο αγόρια, ένα μωρό, ένας σκύλος και ένας πεθαμένος.Ο Στέλιος, καθισμένος στο απέναντι κάθισμα με τον Γιώργο καιτον Αντώνη, με κοιτάζει συνοφρυωμένος.

    «Φτάνουμε», του λέω, «έλεγξε τις ζώνες των παιδιών, εγώ έ-μεινα δεμένη με το μωρό σε όλη την πτήση, θα έλθει ο φροντιστήςνα ξεμπλέξει τις δυο ζώνες μου».

    «Ήξερες εσύ για τον τελευταίο συνεπιβάτη μας, που ανέφερεστο μικρόφωνο;» με ρωτά.

    «Όχι βέβαια, αλλά τι πειράζει; Δε δαγκώνει».«Πώς να δαγκώσει η καημένη η Λάικα με το φίμωτρο που της

    βάλαμε;» επεμβαίνει ο Αντώνης.«Και το κλουβί», συμπληρώνει ο Γιώργος.Κατεβήκαμε, πήραμε τις βαλίτσες μας – αχθοφόροι άφθονοι.

    Ο Στέλιος εξαφανίζεται με έναν από αυτούς. Πάνε να φέρουν τηΛάικα. Σε λίγο βλέπουμε τον Στέλιο να φέρνει τη Λάικα με τολουρί και το φίμωτρο, ενώ ο αχθοφόρος κρατά το άδειο κλουβί.Ξεκινάμε με δυο ταξί γιατί δε χωράμε σε ένα, σταματάμε στο«Ρεστ Χάους», στο Μαριούτ, αλλά δεν υπάρχει εκεί η Ρόζλυ Χίλ-

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 9

  • τι. Έφυγε κι αυτή από την Αίγυπτο, το ξενοδοχείο ανήκει σε μιαεταιρεία.

    «Ακόμα μιάμιση ώρα και θα είμαστε σπίτι», λέω στα παιδιάπου αδημονούν.

    Μόλις φτάσαμε, ο Αντώνης έτρεξε στα συρτάρια του ντιβανιούκαι βρήκε τα προπέρσινα παιχνίδια του. Ο Γιώργος δεν αναγνώρι -ζε τίποτα, ήτανε δυόμισι χρόνων το 1958, ο Αντώνης ήτανε τριάμι -σι, γι’ αυτό θυμάται, του εξηγώ.

    «Τώρα όμως είμαι τεσσάρων χρόνων, θα τα θυμάμαι όλα, οΔημητράκης όμως δε θα θυμάται, θα του τα λέω εγώ!»

    6 ο ς ό ρ ο φ ο ς , ο δ ό ς Γ κ ο υ μ χ ο ρ ι ά ,

    σ τ ά σ η Υ π ο υ ρ γ ε ί ο υ

    ΕΝΑ ΤΡΙΟ δημιουργήθηκε μέσα στο σπίτι αυτομάτως. Γιαγιά Α-φροδίτη, Δημητράκης στα χέρια της γιαγιάς και πίσω η Λάικα.Η γιαγιά Αφροδίτη αγαπά πολύ τα σκυλιά με τη σωστή έννοια,σκέφτεται όλες τις ανάγκες τους.

    «Θα κατεβάσω το σκύλο, θέλει να κάνει την ανάγκη του, δεβολεύεται εδώ μέσα, αφού ήτανε σε κήπο. Θα πάρω και τον Δη-μητράκη βόλτα».

    «Καλά το σκέφτηκες, θεία Αφροδίτη, αλλά το μωρό άφησέ το.Μόνο τη Λάικα θα πάρεις βόλτα, βάλε της το λουρί της».

    «Α, ναι, είναι και θηλυκιά, τα θηλυκά είναι πιο έξυπνα από τααρσενικά».

    «Βλέπεις», μου λέει ο Στέλιος, «είμαστε στενόχωρα εδώ. Κα-λά σου έλεγα να τελειώσουμε τα βαψίματα στη “Βίλα Δήμητρα”να μπούμε αμέσως μέσα».

    «Θα τα βολέψουμε όλα, αύριο θα πάω να δω αν μπορούμε να

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 10

  • μετακομίσουμε, έστω κι αν χρειαστεί να γίνουν μερεμέτια αργό-τερα».

    «Πρέπει να βαπτίσουμε και το παιδί, χρόνισε αβάπτιστο»,φωνάζει η Κόμισσα που έχει στήσει αυτί.

    «Εμείς πού θα κοιμόμαστε στο καινούργιο σπίτι;» ρωτά ηΒαγγελιώ.

    «Ένας ένας, μη σπρώχνεστε», τους λέω. Ο Στέλιος σηκώνεται.«Πάω να δω τον πατέρα σου, βγάλε τα πέρα μόνη σου. Και αύ-

    ριο το πρωί πάω στους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι. Ετοίμασέ μουκουστούμι και ό,τι άλλο χρειάζομαι».

    «Πρέπει να πας και στο “Σεν Μαρκ” να γράψεις τα παιδιά καινα πληρώσεις τα δίδακτρα του πρώτου εξαμήνου. Έτσι επιβεβαιώ -νουν οι παπάδες την εγγραφή!»

    «Άλλο “πρέπει” έχεις;» αγριεύει ο Στέλιος και φεύγει.«Η Φάτμα πού είναι, βρε κορίτσια;» ρωτώ την Κόμισσα.«Η Φάτμα που ήξερες παντρεύτηκε, έχουμε άλλη Φάτμα τώ-

    ρα. Της είπαμε να έρθει στις εφτά, νομίζαμε πως θα αργούσατε ναφτάσετε και της δώσαμε άδεια να δει το φίλο της».

    «Τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα, μια Φάτμα που γυρεύει γα-μπρό!»

    «Ναι, είδες;» λέει γελώντας η Κόμισσα, «έρχονται, παντρεύο-νται και φεύγουνε. Μου αρέσει που τους φέρνουμε γούρι!»

    Προχωρώ στο υπνοδωμάτιό μας, ανοίγω τη βαλίτσα μου καιξετυλίγω το πελώριο μπουκάλι με το άρωμα «Σανέλ» που μου εί-χε χαρίσει ο Φίλιπ Τραντ, όταν γέννησα τον Δημήτρη. Το ακου-μπώ στην τουαλέτα μου, βάζω τα ρούχα μου στη θέση τους, τηβαλίτσα με τις κουρτίνες δεν την αγγίζω, θα την ανοίξω στο άλλοσπίτι. Στη βαλίτσα του Στέλιου όμως, όλα χρειάζονται σιδέρω-μα. Θα σιδερώνει ώς τα μεσάνυχτα η Φάτμα, αν έλθει! Μαζεύωτις βαλίτσες, τις βάζω στο πατάρι και αρχίζω το σιδέρωμα. Ήλθε

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 11

  • και η Φάτμα σε λίγο, καλοθρεμμένη κοπέλα, εικοσάρα, ευπαρου-σίαστη, ζήτησε συγγνώμη που άργησε, πήγε να δει τη μάνα της,που ήτανε άρρωστη, μου εξήγησε. Της ευχήθηκα... περαστικά!

    Έκανα μπάνιο τους δυο μεγάλους και τους τάισα. Η θεία Α-φροδίτη φρόντισε τον μικρό. Την έπεισα ότι ο Δημήτρης περπατάκαι δε θέλει συνέχεια σήκωμα. Κατά τις εννιά, έφτασε ο Στέλιοςμε τον πατέρα μου. Τα παιδιά κάνανε μεγάλες χαρές στον παππούτους. Τους κάθισε και τους δυο στα γόνατά του με τη Λάι κα σταπόδια του και του διηγήθηκαν πώς αποκτήσαμε πρώτα τη Λάικακαι μετά τον Δημητράκη. Τον πήγανε να δει τον καινούργιο τουεγγονό που κοιμόταν γιατί ήταν μικρός ακόμα και δεν έτρωγεπάστες. Ο παππούς πήρε το μήνυμα, άνοιξε το κουτί με τα γλυκί-σματα, τους έβαλε να διαλέξουν ποια πάστα ήθελαν, να την φάνεκαι να πάνε και αυτοί για ύπνο. Καθίσαμε στο τραπέζι ο πατέραςμου, ο Στέλιος και εγώ. Η θεία Αφροδίτη δεν τρώει πια το βράδυαργά, το διέταξε ο γιατρός γιατί κάτι έχει το έντερό της. Η Βαγ-γελιώ δεν μπορεί να κάτσει σε ψηλή καρέκλα, η Κόμισσα της κά-νει παρέα, ακούει το ραδιόφωνο δηλαδή. Φάγανε στον καναπέ.Θλιμμένο τον βλέπω τον πατέρα μου. Δε νομίζω να οφείλεται στοθάνατο της μαμάς Χρύσας, πάνε πέντε μήνες που πέθανε. Ο Θεόςτην λυπήθηκε γιατί δεν ήτανε ζωή αυτή, ούτε για εκείνη ούτε γιατον πατέρα μου. Πάρκινσον και Αλτσχάιμερ! Λείπουν τα αδέρφιαμου, και οι τρεις συγχρόνως, και μάλιστα, λείπουν τόσα χρόνια: οΛεωνίδας από το ’53, ο Πάνος από το ’56, ο Νάσος... από το ’58;

    «Πότε έφυγε ο Νάσος, μπαμπά», τον ρωτώ, «το ’58 ή το ’59;»«Ο Νάσος έφυγε το Σεπτέμβριο του ’58, η Χρύσα το Φεβρουά -

    ριο του ’60. Έμεινα μόνος, δεν είχα πια κανέναν εδώ, έβαλα μπροςνα πουλήσω το μαγαζί, το πούλησα – αυτά έλεγα του Στέλιου. Σαςπερίμενα να έλθετε, να αναλάβετε τις υποχρεώσεις σας και εγώ ναπάω στην Κύπρο. Ο παππούς σου γέρασε, κοντεύει τα ενενήντα,θέλω να ζήσω λίγο μαζί του. Δεκατεσσάρων χρόνων έφυγα, δε

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 12

  • γνώρισα πατέρα, δεν την ξέρω πια την Κύπρο. Δυο τρεις φορέςπου πήγα ως τουρίστας μια βδομάδα, δεν κατάλαβα τίποτα».

    «Καλά έκανες, μπαμπά, να ξεκουραστείς και εσύ. Ποιοι τοπήραν το μαγαζί;»

    «Δυο αδέρφια, Κόπτες, καλά παιδιά. Πάω κάθε μέρα και τουςμαθαίνω τη δουλειά, θα το κάνω κάνα μήνα ακόμα. Μέχρι τότε θαέχετε μετακομίσει και εσείς στο Σμούχα, είναι ευρύχωρο σπίτι, έ-χει και κήπο».

    «Θα σου έχουμε εκεί ένα δωμάτιο, όποτε θέλεις, να έρχεσαι ναμένεις μαζί μας», του λέει ο Στέλιος.

    «Το σπίτι μου εδώ θα πρέπει και αυτό να το αφήσω».«Λυπάμαι. Από εκεί έφυγα νύφη. Αλλά σπίτι που δεν κατοι-

    κείται καταστρέφεται».«Αυτό οπωσδήποτε θα το διαλύσουμε. Δεν μπορώ να ζήσω

    εκεί μόνος».

    Σ τ η «Β ί λ α Δ ή μ η τ ρ α»

    Ποσεσ ΑλλΑγεσ, σκέφτομαι. Πρέπει όμως να γίνουν και πρέπεινα γίνουν με ψυχραιμία, χωρίς συναισθηματισμούς. Ανυπομονώ ναδω τη «Βίλα Δήμητρα», την πρώτη ιδιόκτητη κατοικία μας. Θέλωόμως να είναι μαζί μου και ο Στέλιος, αλλά να μη μιλά, να μη φω -νάζει, πράγμα αδύνατο – είναι τόσο φορτισμένος! Θα εξακολουθεί ναπηγαινοέρχεται στην Τζέντα για τους Άλι Ρέντα και τον Φουάντ.Το έχει συμφωνήσει με τους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι ότι θαπηγαίνει στην Τζέντα τουλάχιστον μια φορά το μήνα και αυτοί χαί -ρονται. Θα τους φέρει και κάποιο Σαουδάραβα πελάτη, αστειεύο -νται. Θα του προτείνω να πάω εγώ να κανονίσω την εγγραφή τωνπαιδιών στο «Σεν Μαρκ» και μετά να πάω να δω το σπίτι στοΣμούχα. Ξέρω καλά πού είναι – κάπου εκεί δίπλα έμενε η Σιακέ,

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 13

  • η Αρμένισσα φίλη και συμφοιτήτριά μου στο Βρετανικό Ινστιτού-το. Από το «Σεν Μαρκ» ώς τη «Βίλα» είναι οχτώ δέκα λεπτά μετο αυτοκίνητο. Άσε να δούμε πώς θα ξυπνήσουν τα παιδιά αύριο.Γιατί να μην πάρω και τα δυο παιδιά μαζί μου; Ο Δημητράκηςκαλά τα πάει με τη θεία Αφροδίτη.

    Την άλλη μέρα το πρωί ο Στέλιος συμφωνεί αλλά υπό όρους.«Πρώτα θα πας στο κομμωτήριο να χτενιστείς», λέει. «Πεθύ-

    μησα να σε δω χτενισμένη, πες του να σου τα κάνει όπως όταν ή-σουνα νύφη».

    «Δε θα προλάβω, χρειάζομαι περμανάντ».«Περμανάντ, ξεπερμανάντ, κάνε ό,τι χρειάζεται, δεν έχεις και

    ραντεβού με τους παπάδες, πας μια ώρα αργότερα!»Τι κάνω; Θυμώνω ή χαίρομαι; Ο απρόβλεπτος Στέλιος! Κλεί-

    νουμε εφτά χρόνια παντρεμένοι, και ακόμα δε συνήθισα τα σκα-μπανεβάσματά του!

    Τα πρόλαβα όλα, ικανοποιήθηκα όταν είδα τα μούτρα μουστον καθρέφτη του κομμωτηρίου. Δίκαιο είχε πάλι! Ο Αντώνηςκαι ο Γιώργος εντυπωσιάστηκαν με το σχολείο, το είχαν ξαναδείδυο χρόνια πριν, ο Αντώνης θυμήθηκε ότι είχε ένα μικρό ζωολογι-κό κήπο και μια παιδική χαρά, αριστερά βγαίνοντας. Ο Γιώργοςόλο σήκωνε το κεφάλι και ρωτούσε τι είναι το στρογγυλό ταβάνιτο μεγάλο και το άλλο το πιο μικρό.

    «Αυτά τα στρογγυλά ταβάνια λέγονται τρούλοι. Ο μεγάλοςτρούλος είναι του αστεροσκοπείου και ο μικρός της εκκλησίας. Θασου εξηγήσω τι θα πει “αστεροσκοπείο” όταν θα πάμε σπίτι».

    «Καλά, και θα μου πεις γιατί έχουν όλα αυτά τα πέτρινα σκα-μνάκια εκεί, στον άλλο τοίχο;»

    «Είναι το στάδιο», λέει ο Αντώνης και μας τραβά αριστερά,στο ζωολογικό κήπο.

    Βλέπουμε τη λίμνη με τις πάπιες και τις χήνες, τα κλουβιά μετα παγώνια και τα άλλα πουλιά. Ο Αντώνης στέκεται μπροστά

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 14

  • στα ελάφια και τα γαζέλια. Είναι δακρυσμένος, το ίδιο και εγώ.Θυμόμαστε τη δική μας τη Γαζάλ στην Τζέντα.

    «Είδατε τη γέφυρα που ενώνει τις ταράτσες των δυο κτηρίων;»τους λέω και σηκώνουμε όλοι τα κεφάλια. «Αυτό το κτήριο είναιτο σχολείο, το άλλο είναι το οικοτροφείο. Στο οικοτροφείο κοιμού -νται και τρώνε τα παιδιά που δεν έχουν σπίτι στην Αλεξάνδρειαγιατί ο μπαμπάς τους και η μαμά τους δουλεύουν σε άλλη πόλη».

    «Δηλαδή δουλεύουν στην Τζέντα;» με διακόπτει ο Γιώργοςσκεφτικός.

    «Ας πούμε στην Τζέντα ή και πιο μακριά. Πάμε τώρα να δού-με το σπίτι μας το καινούργιο».

    Είναι η ροζ έπαυλη που θυμόμουν, πίσω από το σπίτι της Σια-κέ. Αναρωτιόμουν γιατί την βάψανε ροζ, ύστερα παρατήρησα πωςείχε και πολύ άσπρο στα πεζούλια της βεράντας, του μπαλκονιούκαι των παραθύρων. Τώρα είναι δική μας μέσω... μεσιτικού γρα-φείου! Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες, Έλληνες και αυτοί, μετανά-στευσαν στην Αυστραλία, δεν τους γνωρίσαμε.

    Η πόρτα του κήπου ήταν ξεκλείδωτη, ο κήπος περιποιημένος,φρεσκοποτισμένος, δυο πελώρια γιασεμιά ανέβαιναν μέχρι τονπρώτο όροφο, όπου ήταν η κύρια είσοδος του σπιτιού. Ανεβαίνου-με και ξεκλειδώνουμε. Ένα τζάκι απέναντί μας μέσα σε καμάρακαι ο υπόλοιπος χώρος ενιαίος. Ωραίο ευρύχωρο σαλόνι, αν και οιτοίχοι είναι καφέ σκούρο σαγρέ. Αλλαγή χρώματος τοίχων σαλο-νιού, γράφω στο καρνέ – να δούμε πιο μέσα. Δωμάτιο ευρύχωρο,χωρά το πελώριο τραπέζι μας και τους δυο μπουφέδες, αλλά οι ε-ντοιχισμένες ντουλάπες εκατέρωθεν του παραθύρου χαλάνε τοσκηνικό. Θα τις καταργήσω, αποφασίζω – όχι, δε θα τις χαλάσω,θα βάλω κουρτίνα από τη μια άκρη του τοίχου ώς την άλλη. Τοστενόμακρο παράθυρο ανάμεσα στις δυο εντοιχισμένες ντουλάπεςθα δικαιολογεί την ύπαρξή τους και το δεύτερο παράθυρο ανάμε-σα στους δυο μπουφέδες θα το ζευγαρώνει.

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 15

  • Μπάνιο και WC χωριστά, ο μικρός διάδρομος σταματά στηνπόρτα ενός τετράγωνου δωματίου με δυο παράθυρα που βλέπουνστον κήπο. Ανοίγω τα παράθυρα και φωνάζω τα παιδιά να δουντη χουρμαδιά και το ινδικό φούλι, δυο πίνακες ανεπανάληπτους.Η χουρμαδιά έχει ξεπεράσει σε ύψος τα σύρματα της «Λεμπόν»,της ηλεκτρικής εταιρείας. Είναι φορτωμένη με δυο τσαμπιά χουρ -μάδες, κάθε τσαμπί ένα μέτρο μήκος και βάρος ώς και σαράντα οκάδες.

    «Θα την τρυγήσουμε άμα ωριμάσουν οι χουρμάδες», λέω σταπαιδιά.

    «Πώς θα ανέβουμε εκεί πάνω;» ρωτάνε.«Θα ’ρθουν δυο ειδικοί, θα ανέβουν με σχοινιά, ο ένας θα κρατά

    το τσαμπί και ο άλλος θα το κόβει. Θα το κρατήσουν ύστερα καιοι δυο μαζί και θα το κατεβάσουν σιγά σιγά, θα το βάλουν σε έναζεμπίλι και θα ξανανέβουν να κόψουν το άλλο τσαμπί. Ελάτε τώ-ρα να δείτε από το άλλο παράθυρο το ινδικό φούλι».

    Σηκώνω τον Γιώργο που δε φτάνει να το δει καλά και μυρίζου-με τη διακριτική μυρωδιά των κίτρινων λουλουδιών με την άσπρημπορντούρα στα έξι πέταλα. Είναι και αυτά μοιρασμένα σε στρογ -γυλά μπουκέτα, τουλάχιστον τριάντα εκατοστά διάμετρο. Κάθεμπουκέτο είναι πλαισιωμένο με τεράστια φύλλα που το προστα-τεύουν σαν πράσινη ασπίδα.

    Αυτό το δωμάτιο θα γίνει ξενώνας και γραφείο – δικό μου γρα-φείο, όταν δε θα έχουμε ξένους. Χρειάζεται όμως ένας καναπέςπου γίνεται διπλό κρεβάτι, μια σεκρετέρ που να κλείνει, μια ανοι-χτή βιβλιοθήκη, όσο γίνεται πιο στενή. Τα σημειώνω και αυτάστη λίστα. Αν καταργήσουμε το WC, θα κερδίσουμε αρκετό χώρο,αλλά είπαμε, όχι γκρεμίσματα. Το σπίτι είναι όλο φρεσκοβαμμέ-νο, αμαρτία να ξαναρχίσουμε.

    «Πάμε να δούμε και πού θα κοιμόμαστε». Από την ξύλινη σκαλίτσα πίσω από το τζάκι δεκαεφτά σκαλο-

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 16

  • πάτια μάς οδηγούν στο δεύτερο όροφο. Η κρεβατοκάμαρα τωνπαιδιών, η κρεβατοκάμαρα του μπαμπά και της μαμάς, το γρα-φείο του μπαμπά με ένα ντιβάνι για τον παππού όταν μένει μαζίμας, το δωμάτιο της γιαγιάς, το μπάνιο για όλους, αν και μικρό.Έχει όμως βεράντες γύρω γύρω, ίσως μπορέσουμε να προσθέ-σουμε ένα μπάνιο ακόμα.

    «Και οι θείες; Πού θα τις βάλουμε τις θείες;» ρωτούν τα παιδιά. «Στο ισόγειο, δεν μπορούν να ανέβουν σκάλες. Από το ισόγειο

    θα μπορούμε να τις βγάζουμε στον κήπο, δε θα έχουν ούτε ένασκαλοπάτι». Κλείνουμε μπαλκονόπορτες και παράθυρα και κατε-βαίνουμε στο σαλόνι. «Πρέπει κάπως να πηγαίνουμε στο ισόγειο,χωρίς να περνάμε από το σαλόνι, πρέπει να έχει συνέχεια η εσω-τερική σκάλα».

    «Μαμά, την βρήκαμε, έχει και άλλη πόρτα πίσω από την πόρ-τα της σκάλας. Εγώ την είδα πρώτος», φωνάζει ο Αντώνης.

    «Όχι, εγώ την είδα πρώτος», φωνάζει ο Γιώργος. «Εγώ όμως θα την ανοίξω πρώτη. Βγείτε από τη μέση να δω

    πού είναι». Δοκιμάζω δυο κλειδιά που δεν είχα χρησιμοποιήσει ακόμα.

    Κλείνω την πόρτα προς την πάνω σκάλα και πίσω της υπάρχειπράγματι μια πόρτα βαμμένη στο χρώμα του τοίχου και ανοίγειανάποδα, χωρίς πόμολο, απλώς με το σπρώξιμο. Ένας γάντζοςστο κάτω μέρος την στερεώνει στον τοίχο. Οδηγεί σε μια σκάλαπέτρινη, άβαφτη, αμεταχείριστη ίσως.

    «Περιμένετε εδώ, θα κατέβω να βρω πού πάει», λέω στα παι-διά και κατεβαίνω δεκαεφτά σκαλιά.

    Είμαι στο ισόγειο. Ανοίγω τα παράθυρα και με το τελευταίοκλειδί ξεκλειδώνω την πόρτα προς τον κήπο. Μια κολόνα μπετόνστη μέση και ο χώρος όλος ένα. Στην αριστερή γωνία βρύσες, νε-ροχύτες, πάγκοι και ντουλάπια. Η κουζίνα τους, σκέφτομαι, όχι ηκουζίνα μας.

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 17

  • «Παιδιά κατεβείτε, είμαι στο ισόγειο». Η κουζίνα κάπου πριν από την κολόνα σταματά σε έναν τοίχο

    με πόρτα. Μια τουαλέτα ευρύχωρη, ένας διάδρομος, άλλη πόρτα. «Να το δωμάτιο για τις θείες σας», τους λέω. «Και τα δυο πα-

    ράθυρα ανοίγουν στον κήπο».«Γιατί τα παράθυρα έχουν σίδερα; Για να μη φύγουν;» ρωτά ο

    Γιώργος.«Όχι, για να μην μπει κανένας ξένος. Είναι ισόγειο, όλα τα πα-

    ράθυρα έχουν μπάρες».«Θα τα φυλά η Λάικα», λέει ο Αντώνης. «Πάνω δε χωρά η

    Λάικα, πού θα την κάνουμε μπάνιο;»Σημειώνω στο μπλοκάκι ντουλάπια κουζίνας, ντουλαπάκι για

    τα φάρμακα των κοριτσιών κάτω, για τα φάρμακα των παιδιώνπάνω, καθρέφτες για τα μπάνια – έχουμε τρία μπάνια, αν δε μαςφτάνουν, θέλουμε και ξύλο! Η θεία Αφροδίτη και τα κορίτσια ισό-γειο, ο Στέλιος και εγώ στο πρώτο, τα παιδιά πάνω ή κάτω ή όπουβρεθούν.

    Σ κ έ ψ ε ι ς γ ι α τ ο σ π ί τ ι

    ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ το απόγευμα συζητάμε για το σπίτι. Αποφασί-ζουμε πως το μόνο που πρέπει να αλλάξουμε είναι το χρώμα τουσαλονιού.

    «Βλέπω το σαγρέ και ανατριχιάζω», μου λέει. «Και εγώ δεν το θέλω. Θα το κάνουμε όμως όταν μπούμε μέ-

    σα. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε έπιπλα για το σαλόνι. Θα πρέπεινα παραγγείλουμε».

    «Δε θα παραγγείλουμε, θα αγοράσουμε έτοιμα».«Αφού βρε αγάπη μου, χρόνια τώρα κεντώ τα “Aubusson” για

    να κάνουμε σαλόνι “Λουί Κενζ”», του λέω.

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 18

  • «Δε μου αρέσουν αυτά τα στυλάτα σαλόνια, θέλω μοντέρνουςκαναπέδες να βουλιάζω μέσα».

    «Του Άλι Ρέντα σου άρεσε, όμως».«Μου άρεσε ως αυθεντική αντίκα, να το βλέπω, όχι να κάθο-

    μαι πάνω. Ό,τι και να κάνεις εσύ, είναι απομίμηση».«Για σένα θα κάνω ένα βαθύ καναπέ μπροστά στο τζάκι και

    δυο πολυθρόνες».«Κάνε ό,τι θες, δική σου δουλειά είναι. Έχω αρκετά στο κεφάλι

    μου. Ούτε ρώτησες τι έκανα με τους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι». Δίκαιο έχει και ντρέπομαι, τι να πω; Ότι το ξέχασα εντελώς;«Αγάπη μου, με συγχωρείς, αλλά εσύ με άρπαξες από τα μού-

    τρα ρωτώντας πόσο σύντομα μπορούμε να πάμε στη “Βίλα Δή-μητρα”. Να σου ευχηθώ καλορίζικα».

    Σκύβω και τον φιλώ, κάθομαι στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Πρόσεξε πώς κάθεσαι, αυτές οι πολυθρόνες και ο καναπές θέ-

    λουν διόρθωμα, τρίζουν τα πόδια τους. Εφτά χρόνων και αυτές,αλλά τους έβγαλαν το λάδι οι αδερφές μου».

    «Χαλάλι τους, φτάνει που βολεύονται σε αυτές. Θα τις διορ-θώσουμε και θα τις βάλω στο ισόγειο, στο δικό τους σαλονάκιμπρος στο παράθυρο που βλέπει στον κήπο. Βλέπεις πώς με ξε-λογιάζεις; Τι έγινε με τους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι;»

    «Γιορτή, αλήθεια σου λέω. Πήγαμε στην αίθουσα συνεδριά -σεων οι δεκαπέντε δικηγόροι, ο Άμπντελ Χάντι, ο Γιανσούνι καιεγώ. Ο Γιανσούνι με σύστησε, είπε πως θα πάρω όλες τις υποθέ-σεις του “Πι Εντ Άι Κλαμπ”1 γιατί έχω πείρα στο Ναυτικό Δί-καιο και ευχέρεια στην αγγλική γλώσσα. Αυτές τις είχε ο Γιαν-σούνι, αλλά δεν μπορεί πια να ταξιδεύει όσο πρέπει, τον πήρανε ταχρόνια, πλήθυναν και οι υποθέσεις. Μου αρέσει ο Γιανσούνι, είναι

    1. Λέσχη πλοιοκτητών για προστασία και αποζημίωση αλλήλων ως βοή-θημα, πέραν των ασφαλιστικών εταιρειών. (Σ.τ.Σ.)

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 19

  • ένας αριστοκράτης του πνεύματος. Όσο Αιγύπτιος είναι, άλλο τόσοείναι και Ευρωπαίος. Η γυναίκα του είναι κόρη του κόμη Ντεμπά-νε, στο κέντρο υπάρχει εκκλησία, δρόμος και περιοχή με το όνοματου κόμη».

    «Ναι, την ξέρω την περιοχή, δεν πιστεύω να κρατήσει ακόμαγια πολύ αυτό το όνομα».

    «Σιγά τον τίτλο! Ποιος ξέρει πόσα τον πλήρωσε τον τίτλο τουκόμη και πού τον βρήκε... Στην Ιταλία, στη Γαλλία», λέει γελώ-ντας ο Στέλιος.

    «Δεν είναι ο μόνος, έχουμε και Έλληνες κόμητες, Θεός σχω-ρέσ’ τους. Καλό κάνανε και στην Αλεξάνδρεια ως πόλη και στουςΈλληνες που ζουν εδώ. Ο κόμης Στέφανος Ζιζίνιας, πρώτος καικαλύτερος, έστησε ολόκληρη συνοικία με εντευκτήρια, πάρκα,χώρους αναψυχής. Όλο το Σαν Στέφανο αυτός το έκανε, μας έκτι -σε και εκκλησία, τον Άγιο Στέφανο, εκεί βαπτίστηκα εγώ, εκείβαπτίστηκε ο Γιώργος, εκεί θα βαπτίσουμε και τον Δημήτρη».

    «Δε χρειάζεται να είσαι κόμης», με διακόπτει ο Στέλιος, «τό-σοι και τόσοι ευεργέτες έκαναν την Αλεξάνδρεια μεγαλούπολη:Αβέρωφ, Τοσίτσας, Μπενάκης, Σαλβάγος, Φαμιλιάδης, Κανι-σκέρης...»

    «Και τι ωραία κτήρια που κάνανε, αετώματα, μετώπες και μαρ -μάρινες σκάλες, δεν είναι σχολεία αυτά, είναι μέγαρα! Αμ, το Κο-τσίκειο Νοσοκομείο, το ξέχασες το “Κοτσίκειο”, Στέλιο μου;»

    «Πώς να το ξεχάσω; Χιλιάδες τραυματίες έσωσε στο Β ΄ Πα-γκόσμιο πόλεμο. Μόλις το είχε τελειώσει ο Κοτσίκας, ήταν τομεγαλύτερο νοσοκομείο της Μέσης Ανατολής. Το είδα και προ-χθές στον κινηματογράφο στα επίκαιρα, μεταξύ των έργων τηςεπα ναστάσεως του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ! Ευτυχώς που έχειπεθάνει ο Κοτσίκας, θα πάθαινε συγκοπή».

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 20

  • Τ ο σ α λ ό ν ι «A u b u s s o n»

    ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ πήγα να βρω τον Ιμπραήμ, τον επιπλοποιό. Μα-θητής γνωστού Γάλλου επιπλοποιού, έγινε καλύτερος και από τοδάσκαλό του, που, τελικά, του άφησε και το εργαστήριο και το μα-γαζί του. Της μαμάς Χρύσας της είχε κάνει πολύ ωραία έπιπλα.Στην οδό Φουάντ, πίσω από το Μποντρό ήταν, όπως πάντα. Ρίχνωμια ματιά στη βιτρίνα, ο Ιμπραήμ είναι μέσα, πολύ γερασμένος αλ-λά αναγνωρίσιμος. Είναι ακόμα πιο αδύνατος από όσο τον θυμά-μαι. Το ’44, όταν φέρανε τα έπιπλα της Χρύσας και συναρμολογού-σε την κρεβατοκάμαρα, τον ρώτησα πώς τόσο αδύνατος μπορούσεκαι σήκωνε τα βαριά κομμάτια της ντουλάπας για να τα στήσει.

    «Γιατί είμαι αδύνατος», μου απάντησε. «Δεν έχω να σηκώνωκαι το δικό μου βάρος».

    Και τα έπιπλά του ήταν πρωτοποριακά για τότε: ξύλο μασίφ,γωνιές στρογγυλεμένες, τα έπιπλα βαμμένα με γκρίζα λακ σε δυοτόνους – στυλ «Νουβέλ Βαγκ». Τώρα όμως εγώ θέλω σαλόνι«Λουί Κενζ»! Μπαίνω στο κατάστημα, τον χαιρετώ, του θυμίζωτην γκρίζα κρεβατοκάμαρα με τις στρογγυλεμένες γωνίες στοΦλέμινγκ το ’44. Θυμάται την ντουλάπα, θυμάται τη Χρύσα, εμέ-να όχι βέβαια.

    «Γέρασα», μου λέει, «αλλά έχω το γιο μου. Αυτός ανέλαβε τώ-ρα, είναι πιο άξιος από εμένα».

    Του εξηγώ τι θέλω, του δείχνω τους καμβάδες. Δεν μπορώ ναπροχωρήσω το κέντημα αν δεν έχω ακριβώς το σχήμα του καθί-σματος.

    «Κοίτα ’κει πάνω στο πατάρι, αυτή δεν είναι η μπανκέτα πουθέλεις; Έχω και δυο πολυθρόνες που ταιριάζουν. Τα είχα κάνει εγώ ο ίδιος, πριν αναλάβει ο γιος μου».

    Φωνάζει κάποιο βοηθό που κατεβάζει τα τρία κομμάτια. Είναιτέλεια, δεν πιστεύω στα μάτια μου.

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 21

  • «Τι χρώμα να τα βάψουμε; Βερνίκι ή λακ αντικέ;» ρωτά ο Ιμπραήμ.

    «Δε χρειάζομαι μόνο αυτά. Θέλω και καναπέ τριθέσιο, έξι κα-ρέκλες και μια σεκρετέρ», του λέω.

    Του δείχνω το σχέδιο που είχα κρατήσει χρόνια, είναι το σχέδιοτης σεκρετέρ της Ιωάννας, της συμμαθήτριάς μου στο «Αβερώ-φειο». Εκεί πάνω μελετούσαμε. Μου είχε μείνει απωθημένο.

    «Για αυτά θα πρέπει να συνεννοηθείς με το γιο μου, αν θέλει νασου τα κάνει παραγγελία. Τώρα με τα νέα μηχανήματα η δουλειάείναι πιο εύκολη, πιο γρήγορη».

    Ο Ιμπραήμ μιλά και συγχρόνως μου σχεδιάζει πάνω στονκαμβά ακριβώς πού πρέπει να σταματήσω το κέντημα: καμπύ-λες, εσοχές για τα πόδια της μπανκέτας, ντοσιέ κάθισμα και χε-ρούλια στις πολυθρόνες. Έχει πολύ κέντημα το γέμισμα της μπορ -ντούρας και το βαριέμαι, άλλο να κεντάς λουλούδια και πεταλούδεςμε παρέα την Κλεμεντίν και τη Σεμίρα και άλλο η μονοτονία τηςμισής σταυροβελονιάς για τα γεμίσματα στις μπορντούρες. Άσετην γκρίνια του Στέλιου και των παιδιών.

    «Γνωρίζεις καμιά κεντήστρα να μου κάνει το γέμισμα;» ρωτώτον Ιμπραήμ.

    Μου δίνει τη διεύθυνση μιας κοπέλας στην Κλεοπάτρα, τηλέ-φωνο δεν έχει. Θα την βρω σπίτι της μετά τις εφτά το βράδυ γιατίδουλεύει. Έδωσα στον Ιμπραήμ πενήντα λίρες καπάρο για τιςπολυθρόνες και την μπανκέτα.

    «Τι είν’ αυτά;» μου λέει, «μόνο καπάρο! Τις ξεπληρώνεις αυ-τές, τριάντα λίρες θέλω και το καπάρο είκοσι λίρες είναι, για ό,τιαποφασίσετε με το γιο μου. Δώσε μου τη διεύθυνσή σου να έλθεινα δείτε επιτόπου ό,τι χρειάζεσαι».

    Το απόγευμα ήλθε ο γιος του Ιμπραήμ και πήγαμε στη «ΒίλαΔήμητρα». Στον καναπέ και στις έξι καρέκλες προσθέσαμε ένα

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 22

  • τραπεζάκι με πράσινο μάρμαρο και ένα διαχωριστικό χαμηλό μετο ίδιο μάρμαρο μεταξύ χολ και σαλονιού. Μετά με πήγε στηνΚλεοπάτρα, στην κεντήστρα, που ήταν αρραβωνιαστικιά του.

    Ο Σ τ έ λ ι ο ς σ τ ο Π ο ρ τ Σ ά ι ν τ

    «ΕΓΩ την άλλη βδομάδα πάω στο Πορτ Σάιντ. Ένα πλοίο, περ-νώντας τη διώρυγα του Σουέζ, κατέστρεψε την ψαρόβαρκα ενόςφουκαρά. Το “Πι Εντ Άι Κλαμπ”, σώνει και καλά, θέλει να βγά-λει τον φτωχό κλέφτη. Έφταιγε ο ίδιος που καταστράφηκε η βάρκατου. Θα πληρώσουν μάρτυρες, δικηγόρους, και πήγαιν’ έλα ΠορτΣάιντ για ένα ποσό ευτελές. Πόσο να κοστίζει μια ψαρόβαρκα;»

    «Πόσες μέρες θα σου πάρει;»«Σίγουρα τρεις, ίσως και τέσσερις. Πρέπει να δω τους μάρτυ-

    ρες εκατέρωθεν και τον ενάγοντα, τον ψαρά».«Τι θα έλεγες αν κάνουμε τη μετακόμιση, όσο λείπεις;» του

    προτείνω.«Άσε να δούμε», μου απαντά. «Μπορεί να χρειαστεί να μείνω

    περισσότερες μέρες». Θα πω του πατέρα μου να βρει μεταφορέα να το συζητήσουμε.

    Να του θυμίσω να μου στείλει και αυτή την κοπέλα, τη Νάντια, γιαοικιακή βοηθό. Το σπίτι είναι μεγάλο, η θεία Αφροδίτη θα κοιμά-ται πάνω με τα παιδιά, και τα κορίτσια στο ισόγειο θα χρειαστούνκάποια να κοιμάται κάτω μαζί τους.

    Την είδα τη Νάντια, όχι μόνο στο καθάρισμα του σπιτιού, αλλάκαι ως παρουσία. Χριστιανή, Κόπτισσα, σωστή φαραώ, με πλα-τιούς ώμους, στενή μέση, μαύρα ίσια μαλλιά, δέρμα σταρένιο, μά -τια μαύρα και μεγάλα. Ήταν και ψηλή – «Αντρογυναίκα», είπε ηθεία Αφροδίτη και συμφώνησαν και η Κόμισσα και η Βαγγελιώ.«Οι φαραώ όμως δεν ήταν τόσο ψηλοί», είπε ο πατέρας μου, «δεν

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 23

  • είδατε τις μούμιες;» Ίσως να ’χει δίκαιο, μα δε θα την παντρευ-τούμε.

    Την πήγα στη «Βίλα Δήμητρα», της έδωσα λεφτά να αγορά-σει καθαριστικά και την άφησα να καθαρίζει όσες μέρες χρειάζο-νταν. Τον μεταφορέα τον έκλεισα Τρίτη πρωί να μεταφέρει τρα-πεζαρία, γραφεία και όσες ντουλάπες θα είχα αδειάσει. Τα κρεβά-τια και το σαλόνι θα πάνε την επομένη πρωί πρωί, πίσω τους ηΚόμισσα, η Βαγγελιώ, η θεία Αφροδίτη, τα παιδιά και εγώ. ΟΣτέλιος θα ’ρθει το βράδυ της Πέμπτης κατευθείαν στο Σμούχα.Αλλάζουμε διεύθυνση, αλλάζουμε τηλέφωνο.

    Δεν ήταν εύκολο, αλλά τα καταφέραμε. Η Νάντια ήταν το δεξίμου χέρι, ακολουθούσε τις οδηγίες μου χωρίς σχόλια, χωρίς χασο-μέρι. Το βράδυ της Τρίτης έμεινε εκεί να προσέχει και να ταξινομεί.

    Ο Στέλιος επέστρεψε νωρίς την Πέμπτη, όλος χαρά. Ο ψαράςδέχτηκε αμέσως να του πληρώσουν μια καινούργια βάρκα, απέ-συρε τη μήνυση και, για να ευχαριστήσει τον Στέλιο, του έδωσε ένα μεγάλο πακέτο «φισίχ». Ακουστά το είχα, αλλά δεν το είχα δο -κιμάσει ποτέ. Ψάρι του Νείλου, αλατισμένο και αφημένο να σα-πίσει στον ήλιο! Μεζές πολύ εκλεκτός για τους μυημένους. Εμέναμου βρομούσε απαίσια. Το τύλιξα και το ξανατύλιξα και το έβαλαστην κατάψυξη, αφού κράτησα λίγο να το δοκιμάσει ο Στέλιος. Δεμου φαίνεται να ενθουσιάστηκε. Μερικές μέρες μετά, το έθαψα βα -θιά στον κήπο. Φαίνεται ότι τα φυτά το εκτίμησαν γιατί ο στεφα-νώτης, ο βασιλιάς των λουλουδιών, μας ευχαρίστησε με αμέτρη-τες φούντες από κρινάκια που μοσχοβολούσαν και καλούσαν όλεςτις νύφες της γειτονιάς να μας παρακαλούν να τους δώσουμε «κε-ράκια» να στολίσουν τα μαλλιά τους.

    Το Σμούχα είναι προάστιο της Αλεξάνδρειας, ένα τέταρτο τηςώρας απόσταση από το κέντρο με αυτοκίνητο. Κάποτε ήταν μιαλίμνη τριών εκατομμυρίων τετραγωνικών, ρηχή, γεμάτη κουνού-πια, ώσπου ο Σμούχα, Εβραίος με αγγλική υπηκοότητα, αγόρασε

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 24

  • τη λίμνη, την αποξήρανε, την χώρισε σε αγροτεμάχια, την ρυμο-τόμησε και άρχισε να πουλά οικόπεδα. Έβαλε κανονισμούς δόμη-σης. Μονοκατοικίες μόνο, ισόγειο και δυο ορόφους το πολύ, κή ποςυπο χρεωτικός, τουλάχιστον πέντε μέτρα φάρδος μπρος, πίσω, δε-ξιά και αριστερά. Έκανε μια καταπράσινη πλατεία στο κέντροτης πρώην λίμνης και οργάνωσε αθλητική λέσχη-πρότυπο πουπεριλάμβανε ιππόδρομο, γήπεδα τένις, γκολφ, ποδοσφαίρου, ακό -μα και χόκεϊ! Το προάστιο αυτό ονομάστηκε Σμούχα Σίτι, η λέ-σχη «Σμούχα Κλαμπ» και έγινε γύρω στο ’30 το ωραιότερο προ-άστιο της Αλεξάνδρειας. Η περιοχή Σμούχα είχε τρεις εισόδουςαπό τη λεωφόρο Αμπουκίρ. Τρεις περιποιημένες γέφυρες πάνωστη λεωφόρο αυτή οδηγούσαν στο Σμούχα. Η πρώτη ήταν στο ύ-ψος του σταθμού Σίντι Γκάμπερ, η άλλη στο ύψος του σταθμούΚλεοπάτρας και η τρίτη στο ύψος του σταθμού Ιμπραημίας.

    Ο δρόμος όπου βρισκόταν η «Βίλα Δήμητρα», η Σιάρια ΑλΓκαουάχερ, άρχιζε από την τρίτη γέφυρα και έφτανε σχεδόν μέ-χρι το κανάλι της Μαχμουντίας. Δεν το χαρήκαμε το Σμούχα στιςδόξες του. Από τις πρώτες δραστηριότητες του Γκαμάλ ΆμπντελΝάσερ ήταν η εθνικοποίηση της εταιρείας Σμούχα, ένας λόγος πα -ραπάνω που ήταν Άγγλος υπήκοος ο ιδρυτής. Με τον Πόλεμο γιατη διώρυγα του Σουέζ, όλοι οι Άγγλοι και Γάλλοι υπήκοοι είχανδιωχθεί από την Αίγυπτο και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Γιατον Σμούχα υπήρχε ένας λόγος παραπάνω: Ήταν και Εβραίος,αυτοί ήταν οι πρώτοι που έφυγαν πυξ λαξ. Ο Ιωσήφ Σμούχα, ογδό -ντα χρόνων τότε, ήταν ήδη στο Λονδίνο και ζήτησε αποζημίωσηαπό την κυβέρνησή του. Πήρε ένα μέρος δέκα χρόνια μετά. Τοπροάστιο Σμούχα όμως γρήγορα άλλαξε όψη. Όταν εγκαταστα-θήκαμε, η γειτονία μας είχε γεμίσει αιγυπτιακά σχολεία και ο δρό -μος έγινε αρτηρία, από όπου χαράματα πελώρια καμιόνια μετέ-φεραν μπάλες με βαμβάκι από τη Μαχμουντία στο λιμάνι. Οι βου -καμβίλιες στον κήπο μας είχαν μαζέψει τούφες βαμβάκια, όλοι

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 25

  • ρωτούσαν πού βρήκαμε τέτοιες βουκαμβίλιες με μοβ και άσπραλουλούδια! Βρήκε και η Λάικα τον μπελά της με τα μαθητούδιαπου σχολούσαν στις δύο το μεσημέρι και έριχναν πέτρες μέσα στονκήπο μας. Λύσσαγε από το κακό της... Ένα μεσημέρι η πόρτατου κήπου δεν ήταν κλεισμένη σωστά, με το μπροστινό της πόδιη Λάικα την άνοιξε και ξεχύθηκε στο δρόμο. Όπου φύγει φύγει ταπαιδιά. Ενός τού έπεσε η σχολική του τσάντα, την άρπαξε η Λάικαμε τα δόντια της και την έφερε μέσα στον κήπο, την απίθωσε ανά -μεσα στα μπροστινά της πόδια και έκατσε να την φυλά. Κλάμα,φωνές το παιδί.

    «Κυρία, κυρία, για σετ, για σετ, ο σκύλος πήρε την τσάνταμου!»

    «Έλα μέσα να την πάρεις», του φωνάζω από τον πρώτο όροφο. «Φοβάμαι, δε μου την δίνει, θα με δαγκώσει», κλαψουρίζει. Κατεβαίνω, χαϊδεύω τη Λάικα, παίρνω την τσάντα και την δί-

    νω στο παιδί. «Μην ξαναπετάξεις πέτρες γιατί θα την αφήσω να σας δα-

    γκώσει, κατάλαβες; Πες το και στους φίλους σου». Σταμάτησαν να πετούν πέτρες και προτίμησαν το απέναντι

    πεζοδρόμιο. Η Λάικα έγινε πασίγνωστη στη γειτονιά. Αν κάποιος δεν ήξερε

    να έλθει σπίτι μας, έπρεπε να ρωτήσει πού είναι το σπίτι της Λάι-κας, όχι πού είναι το σπίτι του Παπαδημητρίου, γιατί η Λάικαπήγαινε τουλάχιστον δυο φορές τη μέρα με τη γιαγιά Αφροδίτηκαι τον Δημήτρη ώς τη γέφυρα, όπου ήταν το περίπτερο, ο μπα-κάλης, ο μανάβης και ο σιδερωματάς.

    «Αραπομαχαλάς έγινε», παραπονιόταν η γιαγιά Αφροδίτη.«Πού είσαι καημένε Σμούχα!»

    «Γιαγιά», την μάλωνε ο Στέλιος, «πατρίδα τους είναι, δεν είναιπατρίδα του Σμούχα».

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 26

  • Ο ι Τ α τ α ρ ά κ η δ ε ς

    ΜΕΣΩ Λάικας γνωρίσαμε και τους γείτονές μας. Όχι, δεν ήλθαννα μας κάνουν παράπονα γιατί γάβγιζε η Λάικα. Η Λάικα δε γά-βγιζε, παρακολουθούσε τον παρείσακτο και, αν της φαινόταν ύπο-πτος, του άρπαζε ό,τι έβρισκε πρόχειρο: ένα χέρι, ένα πόδι ή α-πλώς το παντελόνι του ή την κελεμπία. Αν εκείνος αντιδρούσε, ταδόντια της έσμιγαν απαλά στην αρχή, πιο δυνατά στην περίπτω-ση που αντιστεκόταν. Έτσι την έπαθε ο σιδερωματάς: έβαλε τοχέρι του να ανοίξει την πόρτα του κήπου τρεις η ώρα το απόγευμα,ώρα ησυχίας και σιέστας για όλους πλην της Λάικας, και του τοάρπαξε. Φώναζε αυτός, δεν τον ακούγαμε. Τραβούσε το χέρι του,έσφιγγε τα δόντια της η Λάικα. Χαλάρωνε, χαλάρωνε και εκείνητο δάγκωμα. Τον κράτησε όμηρο ώσπου τον άκουσα και κατέβη-κα να τον ελευθερώσω. Δεν τον αποπήρα το σιδερωματά, είναιπολύ χρήσιμος. Παίρνει τα κουστούμια, τα πουκάμισα, τα φορέμα -τα το πρωί, τα σιδερώνει και τα επιστρέφει σε δυο τρεις ώρες σι-δερωμένα. Μεταχειρίζεται ακόμα το πελώριο σίδερο που το γεμί-ζει με πυρωμένα κάρβουνα. Τα ηλεκτρικά σίδερα... τι είναι αυτά;Βλακείες. Ή χαϊδεύουν το ρούχο, χωρίς να το ξετσαλακώσουν, ήσ’ το καίνε! Κάθε γειτονιά έχει δυο τρία σιδερωματάδικα που τοκαθένα έχει τουλάχιστον τρεις σιδερωματάδες. Τους λένε «μα-κουάγκι», δεν είναι Σκωτσέζοι, Αιγύπτιοι είναι όλοι. «Μάκουα»στα Αραβικά σημαίνει σίδερο σιδερώματος.

    Τα σπίτια γύρω μας είχαν κτιστεί όλα με προδιαγραφές Σμού-χα. Τώρα κατοικούνταν από ευκατάστατους Αιγυπτίους. Μερικοίπροτίμησαν να μετατρέψουν τον κήπο σε λαχανόκηπο με περιστε-ρώνα και κοτέτσι, όπου ζούσαν παρέα κότες, πάπιες, χήνες καικουνέλια. Διατήρησαν και καμιά δυο τριανταφυλλιές! Τα παιδιάμας ήταν ενθουσιασμένα με αυτή την αυλή πουλερικών. Σκαρφά-λωναν στο διαχωριστικό τοίχο και παρακολουθούσαν τις χήνες,

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 27

  • που δεν είχαν ξαναδεί· τις πάπιες τις γνώριζαν από τα παιδικά βι-βλία. Τα κοτόπουλα όμως μόνο ψημένα υπήρξαν μέχρι τούδε στηζωή τους.

    Δεν είχαν μετατραπεί όλοι οι γύρω κήποι σε λαχανόκηπουςκαι ορνιθώνες. Το διώροφο αριστερά ήταν καλά διατηρημένο, τοεπόμενο είχε ωραίους διαδρόμους με άσπρο μάρμαρο και ολάνθι-στα παρτέρια. Κοντοστέκομαι με τη Λάικα και θαυμάζω τα λου-λούδια.

    «Λάικα, ήλθες να μου κάνεις επίσκεψη;» ρωτά μια γυναικείαφωνή στα Ελληνικά. «Με συγχωρείτε, δε σας είδα, είμαι η ΧάρηΤαταράκη, ελάτε μέσα να γνωρίσετε και τη Μυρτώ, την κόρημου».

    «Ελληνίδα και γειτόνισσα; Χαίρω πάρα πολύ!» της απαντώ.

    Μπαίνουμε στο σπίτι. Προφανώς, μόνο στο ισόγειο κατοικούν,με ενοίκιο. Στους δυο ορόφους είναι γνωστός Αιγύπτιος μεγαλέ-μπορος, έχει την πλακέτα με το όνομά του σε ξεχωριστή είσοδο,γι’ αυτό δεν πήρα είδηση πως στο ισόγειο κατοικούσαν Έλληνες.

    «Πώς πάει η εγκατάστασή σας; Κοντεύει να ολοκληρωθεί;»ρωτά η Χάρη.

    «Ναι, μόνο το χολ και το σαλόνι μένουν. Το υπόλοιπο σπίτι εί-ναι κατοικήσιμο και λειτουργικό».

    «Το έβαψαν πριν το πουλήσουν οι Δημητριάδηδες για να υψώ-σουν λίγο την τιμή του», λέει η Χάρη και γελά. «Πολύ καλοί άν-θρωποι όλοι τους».

    «Φαίνεται. Φρόντισαν να μείνει ο κηπουρός για να μην κατα-στραφεί ο κήπος, αμαρτία θα ήταν. Αυτή τη χουρμαδιά εκείνοιτην φύτεψαν;»

    «Η χουρμαδιά υπήρχε. Το άλλο δέντρο, το ινδικό φούλι, φύτε-ψαν εκείνοι. Το στεφανώτη, το γιασεμί, τις τριανταφυλλιές... Λά-τρευαν τα λουλούδια. Και εσείς, βλέπω, τα αγαπάτε».

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 28

  • «Δεν αφήνουμε τον πληθυντικό, Χάρη; Μια και η τύχη μάς έ-ταξε γειτόνισσες, πρέπει να γίνουμε και φίλες... καρδιακές. Πούείναι η κόρη σου;»

    «Ντρέπεται να βγει». Την φωνάζει. «Μυρτώ, έλα βρε μωρόμου, έτσι όπως είσαι, δε χρειάζεται να αλλάξεις. Να την, άλλαξε!Άσπρη πλισέ φούστα μού έβαλες, άντε πάλι να την ξανασιδε -ρώσω!»

    «Αφού έβαλες τα καλά σου, θα σε πάρω μαζί μου σπίτι να γνω -ρίσεις τον Αντώνη, τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Έλα και εσύ,Χάρη».

    «Όχι, περιμένω τον Νίκο, τον άντρα μου. Έρχεται στις εφτάκαι πρέπει να φάει αμέσως για να χωνέψει πριν κοιμηθεί. Έχει έλ-κος στομάχου. Και εσύ, Μυρτώ, μην αργήσεις, εφτά να είσαι εδώ».

    Η Μυρτώ είναι ένα ψηλόλιγνο κοριτσάκι με φράντζα και κοντάμαύρα μαλλιά. Έχει σκούρα μάτια και είναι μελαχρινό. Έτσι ή-μουν και εγώ στην ηλικία της, μόνο πιο κοντή, και είχα και άσπροοργαντί φιόγκο στα μαλλιά. Τώρα το οργαντί δεν είναι πια τηςμόδας, ευτυχώς, ποτέ μου δεν τον χώνεψα το φιόγκο αυτόν. Τηςτο λέω και χαμογελά ντροπαλά. Με τα παιδιά όμως ξεθάρρεψε α-μέσως, κυρίως όταν πληροφορήθηκε ότι κανένα τους δεν είχε πάειακόμα σχολείο. Εκείνη θα πήγαινε τρίτη Δημοτικού – κέρδισεχρόνο, πήγε σχολείο πεντέμισι χρόνων, τώρα είναι εφτάμισι. Πάειστην «Κοκκινάρειο», στην Ιμπραημία. Φέτος θα πηγαίνει μόνητης σχολείο, με τα πόδια, δεν είναι μακριά.

    Πολύ ανέβηκε το κορίτσι αυτό στην υπόληψη του Αντώνη καιτου Γιώργου. Τον Δημήτρη τον είχε πάρει στα γόνατά της και αυ-τός την κοίταζε μαγεμένος καθώς του έκοβε ένα μπισκοτάκιμπουκιά μπουκιά και τον τάιζε.

    «Μυρτώ, είναι εφτά η ώρα, να σε πάω σπίτι σου;» Στραβομουτσουνιάζουν όλοι τους. «Θα πάω μόνη μου, σας ευχαριστώ πολύ, καληνύχτα σας».

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 29

  • «Θα έλθεις και αύριο;» την ρωτά ο Αντώνης.«Βέβαια θα έλθει αύριο», απαντά ο Γιώργος. Η Μυρτώ με κοιτάζει ερωτηματικά. «Αν θέλεις, βεβαίως μπορείς να έλθεις αύριο, αφού ρωτήσεις

    και τη μαμά σου πρώτα. Μπορείς να έλθεις κατά τις έντεκα και ναμείνεις να φας μαζί μας το μεσημέρι», προτείνω.

    «Η μαμά μου δουλεύει γραμματέας και τελειώνει τη δουλειάτης το απόγευμα. Καμιά φορά έρχεται η γιαγιά μου και κάθεταιμαζί μου. Άλλες φορές έρχεται η Μαμπρούκα και καθαρίζει τοσπίτι. Είμαι σίγουρη πως η μαμά μου θα μου πει να έλθω».

    «Δε μου λες, Μυρτώ, η Ρέα Ταταράκη, η καθηγήτρια τωνΓαλλικών στο Αβερώφειο Γυμνάσιο, είναι συγγενής σας;»

    «Ναι, είναι αδερφή του πατέρα μου», λέει χαμογελώντας ηΜυρτώ. «Ήταν καθηγήτριά σας;»

    «Όχι, δίδασκε Γαλλικά στο “Αβερώφειο” Αρρένων, ήταν πολύαυστηρή. Την είχαν καθηγήτρια οι τρεις αδερφοί μου. Τους έμαθεόμως Γαλλικά!»

    «Ακόμα είναι πολύ αυστηρή», μουρμουρίζει η Μυρτώ φεύγο-ντας.

    Την άλλη μέρα στις έντεκα έφτασε η Μυρτώ με τη γιαγιά της. «Μα, είστε η κυρία Γιαλουράκη, η μαμά της Λίλης και της Ρί-

    τας!» της λέω ξαφνιασμένη.«Και της Χάρης, βέβαια! Δεν την θυμάσαι τη Χάρη καθόλου;»«Όχι, δεν την πρόλαβα στο “Αβερώφειο”. Ήξερα όμως πως η

    Λίλη είχε μια μεγάλη αδερφή. Εσάς σας θυμάμαι. Μας κάνατεκαι το πάρτι αποφοίτησής μας το ’48. Μετά την έχασα τη Λίλη –σε όλο το γυμνάσιο μαζί ήμασταν και μετά σκορπίσαμε! Έβλεπαπού και πού τη Ρίτα, τη μικρή αδερφή της Λίλης, που ήταν η πρω -ταθλήτρια του “Αβερωφείου” στο ύψος και στο δρόμο και τηνθαυμάζαμε. Μετά δούλευε στην “Ότομαν Μπανκ” και θυμάμαι,όταν ήμουν στη “Ματερνιτέ” λεχώνα με τον Αντώνη, παρακάλεσα

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 30

  • τη Ρίτα να μου φέρει τα λεφτά που μου έστειλε ο Στέλιος από τηνΤζέντα. Ύστερα έχασα και τη Ρίτα».

    «Ναι, παντρεύτηκε τον προπονητή της και έφυγαν στην Πράγα.Σταμάτησε τα αθλητικά και εργάζεται στο ραδιοφωνικό σταθμόεκεί. Είναι ευχαριστημένη. Τα παιδιά εξαφανίστηκαν, πού πήγαν;Πήραν και το μωρό μαζί τους», ανησυχεί η κυρία Γιαλουράκη.

    «Θέλετε να πάμε και εμείς πάνω, στο δεύτερο; Εκεί έχουν ταπαιχνίδια τους. Στον πρώτο έχω ακόμα εργάτες».

    «Όχι, δεν πειράζει, θα πάω σπίτι μου γιατί έχω το γιο μουτώρα εδώ».

    «Η Λίλη πού βρίσκεται; Δε μου είπατε. Ξέρω πως σπού δασεστο Παρίσι γυμνάστρια».

    «Πάει αυτό. Τώρα είναι καθηγήτρια Αρχαίων Ελληνικών στοΠανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ και ο άντρας της είναι καθηγη-τής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι Γερμανοαμερικανός, έχουν καιδυο αγοράκια στην ηλικία των δικών σου. Ίσως έλθουν του χρόνουνα τους δούμε. Πω πω, πώς σκορπίσαμε έτσι!»

    «Εσείς είστε πάντα στο Κάμπο Τσέζαρι, εκεί που κάναμε ταπάρτι;»

    «Ναι, εκεί είμαι. Τι να το κάνω πια τόσο σπίτι μόνη μου; Θαγράψω της Λίλης να της πω πως είσαι γειτόνισσα της Χάρης τώρα!»

    Ο ι μ α σ τ ρ ο χ α λ α σ τ έ ς

    ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΕΣ κοντεύουν να τελειώσουν τις βαφές στον πρώτοόρο φο. Ωραίος είναι, απαλό γκρίζο, σχεδόν ασημί. Μόνο η εσοχήτου τζακιού είναι ροδί. Πρέπει να κουνήσω και τους επιπλοποιούςνα τελειώνουνε! Η κεντήστρα βγήκε παλληκάρι, κοντεύει να τε-λειώσει και τον καναπέ!

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 31

  • Την άλλη μέρα ξυπνώ από έναν ανατριχιαστικό ήχο ξυσίματοςτοίχου με γυαλόχαρτο. Αμάν αυτός ό ήχος, αφού τελειώσαμε ταξυσίματα! Ξυπνά και ο Στέλιος.

    «Τι γίνεται; Πάλι έχουμε ξυσίματα; Τι ξύνεις;»«Το κεφάλι μου! Δεν ξέρω τι γίνεται, πάω να δω».«Άσε, θα πάω εγώ, κοιμήσου ακόμα λίγο». Το ξύσιμο σταματά αμέσως, ακούω τον Στέλιο να μαλώνει

    τον Αντώνη και τον Γιώργο.«Μα, το κάναμε για καλό μας. Αφού ξέρουμε να ξύνουμε τους

    τοίχους, γιατί να πληρώνεις εργάτες;» λέει ο Αντώνης.«Ποιος σας είπε ότι θα ξύσουμε τους τοίχους εδώ πάνω; Είναι

    βαμμένοι, δεν το βλέπετε; Βάλαμε τα έπιπλα, βάλαμε τα ρούχαμας».

    «Και κάτω ήταν βαμμένοι οι τοίχοι, ωραίο χρώμα, σαν σοκο-λάτα, και το χαλάσατε», λέει ο Γιώργος.

    «Γιώργο, όταν μιλώ εγώ, εσύ ακούς μόνο. Το κατάλαβες; Άντενα σκουπίσετε όλες τις σκόνες που κάνατε. Κατεβείτε να φέρετεσκούπα και φαράσι!»

    Ο Στέλιος μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και σκάει στα γέλια. «Έπρεπε να τους δεις ανεβασμένους και τους δυο πάνω στη

    σιφονιέρα να τρίβουν τον τοίχο με το γυαλόχαρτο. Δεν έκαναν ζη-μιά, ούτε που φαίνεται».

    Ανεβαίνουν ξανά και οι δυο, ο ένας βαστά το σκουπάκι, ο άλλοςτο φαράσι.

    «Το γυαλόχαρτο πού το βρήκατε;» τους ρωτώ.«Το φύλαξε ο Αντώνης όταν έφυγαν προχθές οι εργάτες και το

    άφησαν πεταμένο στο σαλόνι. Είδες που χρειάστηκε!»Τραβώ τον Στέλιο από το μανίκι της πιτζάμας του. «Έλα μέσα και κλείσε την πόρτα γιατί θα σηκωθεί πάλι σκό-

    νη, καθώς θα σκουπίζουν, και θα σε πιάσει βήχας».

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 32

  • «Μη μου πεις ότι δεν έχουν πλάκα αυτοί οι δυο», λέει ο Στέ-λιος.

    «Περίμενε λίγο να μεγαλώσει και ο τρίτος. Θα μας χορέψουνστο ταψί», του λέω. «Είναι ωραίο να συμφωνούν τα αδέρφια αλλάπολύ επικίνδυνο για τους γονείς. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυ-στηρός, τον ξέρεις! Τα τρία αδέρφια μου και εγώ καταφέρναμε ναπαρακάμψουμε όλες του τις απαγορεύσεις, όχι βέβαια από τόσομικρά. Είχαμε τη μάνα μας τότε, αργότερα, όταν την χάσαμε, δε-θήκαμε σφιχτά. Γίναμε σκέτη μαφία, δε μας έπαιρνε κουβέντα οπατέρας και παραπονιόταν στη νονά μου: “Αυτοί είναι όλοι ένα,τους κρατά η βαφτισιμιά σου, από εσένα πήρε”».

    «Μακάρι να είναι πάντα δεμένοι και αγαπημένοι, κι αν κάνουνεκαι ζημιές, χαλάλι τους!» εύχεται ο Στέλιος.

    Κ ο ι ν ω ν ι κ ή ζ ω ή

    «ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ σαλόνι, να το βλέπεις όμως, όχι για να κάτσεις»,είναι η άποψη του Στέλιου.

    Δεν έχει άδικο. Θα βάλω καλύμματα κομψά: καναπέ και πο-λυθρόνες πράσινο, καρέκλες, μπανκέτα βυσσινί, να κάθονται καιτα παιδιά χωρίς να τους λέμε «μη» και «μη». Σε λίγες μέρες θαπάνε σχολείο, θα αρχίσουμε τα παιδικά πάρτι. Και εμείς οι μεγά-λοι θα πρέπει να μαζευόμαστε για δείπνο. Ευτυχώς, έχουμε ακό-μη αρκετούς φίλους, δεν έφυγαν όλοι, και σίγουρα ο Στέλιος τώραέχει τουλάχιστον είκοσι συναδέλφους, άρχισαν ήδη να μας κα-λούν. Πρώτη πρώτη η κόρη του Άμπντελ Χάντι στο σπίτι της,στο Καρτιέ Γκρεκ, το ελληνικό τετράγωνο. Δεν είναι το μέγαροτου Άλι Ρέντα, αλλά οι συνδυασμοί των χώρων υποδοχής είναισυναφείς. Υπάρχει συνοχή στους τοίχους, στις πόρτες, στα έπι-πλα. Δε φωνάζουν «έχω λεφτά και αγοράζω ό,τι μου καπνίσει»,

    – Αλεξάνδρεια-Αθήνα

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 33

  • λένε «έχω έπιπλα αξίας και θέλω να τα στεγάσω όπως τους αξί-ζει, το σπίτι έγινε για αυτά τα έπιπλα». Η πόρτα της τραπεζαρίαςείναι λάκα ιβουάρ, στις τέσσερις γωνίες έχει ζωγραφισμένα τα ίδια μπουκετάκια που υπάρχουν στις πόρτες του μπουφέ. Τέτοιαευαισθησία στην επίπλωση και τη διακόσμηση δεν την βλέπειςκάθε μέρα. Το φαγητό παραδοσιακό αιγυπτιακό, όχι «φούλια» και«φαλάφελ» και «μουλουχία», που τα βρίσκεις στα αιγυπτιακάφαγάδικα στο σταθμό του Ραμλιού. Πρώτο πιάτο: σούπα «αάτς»που αντικαθιστά τη δική μας φασολάδα στον αιγυπτιακό στρατό,αλλά όχι «αάτς» της καραβάνας, «αάτς» του βασιλιά Φαρούκ,που έβραζαν σαράντα περιστέρια, συμπύκνωναν το ζωμό και μέ-σα στο ζωμό ψηνόταν το «αάτς» μέχρι να χυλώσει. Μετά πρόσθε-ταν τα καρυκεύματα, τηγανητό ψιλοκομμένο κρεμμύδι και κύμι-νο. Τι είναι αυτό το «αάτς», επιτέλους; Φακή κόκκινη την λέγανεοι μισοί Έλληνες της Αιγύπτου, οι άλλοι μισοί την λέγανε φάβα –λάθος, δεν έχει καμιά σχέση με τη φάβα στην Ελλάδα! Δεν ξέρωπόσα περιστέρια έβρασαν, η σούπα ήταν υπέροχη. Ξέχασα να πωότι στη σούπα αυτή έριχναν και κρουτόν από αραβική πίτα!

    Δεύτερο πιάτο: μπάμιες. Πού είναι οι μπάμιες; Μέλας πολτόςείναι αυτός. Μας εξηγούν πως είναι μπάμιες αποξηραμένες, τεμα-χισμένες και τηγανισμένες. Συνοδεύονται με ρύζι και αρνάκι,στυλ ατζέμ πιλάφι. Επιδόρπιο: «αρίσα» πολύ περιποιημένη. Κά-τι όμως με τσιγκλά, αυτό είναι, το θυμήθηκα. Σε αυτό το κτήριοκατοικούσε μια επώνυμη ελληνική οικογένεια. Οι δυο κόρες ήτανστο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Έμαθα πως τα ξέκαναν όλα και έφυ-γαν από την Αλεξάνδρεια. Φαίνεται το σπίτι τους το λυπήθηκαν,δεν το... ξέκαναν. Το πούλησαν όπως ήταν, τυχερό της κόρης τουΆμπντελ Χάντι!

    Επισκεφτήκαμε και δυο άλλους συναδέλφους στα σπίτια τους,όλα στα προάστια της Αλεξάνδρειας, που κάποτε ήταν γεμάταΕυρωπαίους. Έφυγαν από την Μπαμπ Σίντρα, το Αταμίν και άλ-

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 34

  • λες υποβαθμισμένες συνοικίες πέρα από το κέντρο της πόλης. Μιααιγυπτιακή μικροαστική τάξη δημιουργήθηκε στα ίχνη της ευρω-παϊκής που «εξέλιπεν». Ο Στέλιος το χαίρεται αυτό, στη χώρατους ζουν οι άνθρωποι. Τους συμβουλεύει να συντηρούν τα σπίτιατους, να περιποιούνται τους κήπους τους και πάνω στην κουβέντατάζει στον Μπανούμπι, συνάδελφο, να του στείλει τον κηπουρό μαςνα του φυτέψει μπανανιές. Ο κηπουρός μας πήγε και φύτεψε τιςμπανανιές, αλλά ο Μπανούμπι δεν τον πλήρωσε. Μας παραπονιέταιο κηπουρός, το λέει ο Στέλιος στον Μπανούμπι και τι απαντά;

    «Μήπως είδαμε καρπό; Τίποτα δεν είδαμε».«Δηλαδή θα περιμένεις οχτώ χρόνια να βγάλει η μπανανιά μπα -

    νάνες για να τον πληρώσεις;»«Όχι οχτώ, μου είπε ο ίδιος ο κηπουρός πως είναι ήδη τεσσά-

    ρων ετών το φυτό, τέσσερα χρόνια, θα δούμε».«Κάνε του τρελού καλό να βρεις και τον μπελά σου», συμπε-

    ραίνει ο Στέλιος και πληρώνει τον κηπουρό για τις μπανανιές τουΜπανούμπι. Ο Μπανούμπι δεν ήταν δικηγόρος, ήταν ο διευθυ-ντής του γραφείου Αμπντέλ Χάντι-Γιανσούνι. Έμενε στο γραφείομετά τις οχτώ, που έφευγαν όλοι οι άλλοι, και έκανε τους λογα-ριασμούς εξόδων, μισθών, αμοιβών... Ο Στέλιος έμενε συχνά καιαυτός αργά. Κάπως κατάλαβε ότι ο Μπανούμπι φοβόταν τα φα-ντάσματα και ένα βράδυ τού έκανε μια φάρσα που ο Μπανούμπιδεν ξέχασε ποτέ ούτε παραδέχτηκε πως ήταν φάρσα. Πίστευε πωςείδε φάντασμα... πραγματικό και οι άλλοι του έλεγαν πως ήτανφάρσα για να τον μειώσουν!

    «Δώσε μου ένα σεντόνι», μου είχε πει ο Στέλιος φεύγοντας. «Τι θα το κάνεις;» τον ρωτώ και θυμώνει. «Το χρειάζομαι για το γραφείο, λογαριασμό θα σου δώσω; Αν

    δεν έχεις, θα αγοράσω ένα».«Έχω, βρε παιδί μου! Τι θες; Μονό; Διπλό;»«Διπλό, διπλό σού είπα!»

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 35

  • Του δίνω το σεντόνι. Ίσως ξαπλώσει λίγο σε κανέναν καναπέστο γραφείο να ξεκουραστεί, σκέφτομαι.

    Το βράδυ άργησε λίγο να επιστρέψει, είχε πάει σχεδόν δέκα ηώρα. Μου επιστρέφει το σεντόνι σε κακό χάλι, σκασμένος στα γέλια.

    «Έκανα το φάντασμα στον Μπανούμπι και παραλίγο να πάθεισυγκοπή. Όταν σκοτείνιασε, κατέβασα την κεντρική ασφάλειατου ηλεκτρισμού, κουκουλώθηκα στο σεντόνι και μπήκα στο γρα-φείο του. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και έτριζε λιγάκι, την σκού-ντησα και με είδε μπροστά του, στο λιγοστό φως που έμπαινε απότα φανάρια του δρόμου. Άρχισε να τρέχει στο μακρύ διάδρομο,φωνάζοντας “Αλλάχου Άκμπαρ”, έψαχνε να βρει την εξώπορτανα φύγει, αλλά έψαχνε από την αριστερή πλευρά, ενώ η πόρτα ήτανδεξιά του. Τα χρειάστηκε, τον λυπήθηκα».

    «Βρε τον άνθρωπο, αστεία είν’ αυτά;» λέω.«Ξεκουκουλώνομαι», συνεχίζει ο Στέλιος, «τυλίγω το σεντό-

    νι, ανεβάζω την ασφάλεια και μπαίνω στην τουαλέτα. Κρύβω τοσεντόνι σε μια γωνία και φωνάζω: “Μπανούμπι, Μπανούμπι, πούείσαι; Είχαμε διακοπή ρεύματος και με βρήκε στην τουαλέτα”.Είχε καθίσει στο πάτωμα. Πάω, τον σηκώνω, “τι έπαθες;” τονρωτώ. “Φάντασμα, σ’ το είπα πως υπάρχουν φαντάσματα, το εί-δα στο γραφείο μου, ήλθε, πανύψηλο μέχρι το ταβάνι”. “Έχει καικαλά φαντάσματα, δεν είναι όλα κακά”. Τον κατέβασα και τον έ-βαλα σε ένα ταξί να πάει σπίτι του. Ξανανέβηκα, πήρα το σεντόνι,κλείδωσα και έφυγα. Να δούμε τι θα γίνει αύριο».

    Ο Α ν τ ώ ν η ς κ α ι ο Γ ι ώ ρ γ ο ς σ τ ο «Σ ε ν Μ α ρ κ»

    ΕφΥΓΑΝ οι δυο μεγάλοι και ο μικρός έμπαινε και έβγαινε και ρω-τούσε:

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 36

  • «Τώνη; Γιώγιο;»«Πήγαν σχολείο», του έλεγα. «Άμα μεγαλώσεις, θα πας κι

    εσύ». Στις δέκα δεν άντεχα άλλο, πήρα τον Δημήτρη και πήγαμε στο

    «Σεν Μαρκ». Είχαν διάλειμμα. Τα πρωτάκια δε φορούσαν ποδιά,οι άλλοι φορούσαν μια μαύρη ποδιά μέχρι το γόνατο, που κούμπω -νε στο πλάι. Μια πολύ όμορφη κυρία στεκόταν στη βεράντα μπροςαπό την αυλή. Μου χαμογελά.

    «Πολύ μικρός δεν είναι αυτός για σχολείο;» με ρωτά.«Ήλθε να δει τους αδερφούς του, τους ψάχνει από το πρωί που

    έφυγαν. Πού είναι η πρώτη Δημοτικού;»«Τα παιδιά που δε φορούν ποδιά, στη μικρή αυλή», μου λέει

    και σηκώνει τον Δημήτρη. «Εκεί, εκεί». «Τώνη, Τώνη», χαίρεται ο μικρός και μου δείχνει. Ήταν ο Αντώνης όρθιος και παρακολουθούσε τα άλλα παιδιά

    που έτρεχαν πέρα δώθε. Μας πήρε το μάτι του, σήκωσε το χέριτου και μας χαιρέτησε, μετά μας γύρισε την πλάτη και προχώρησεμέσα στο τσούρμο.

    «Είναι στην τάξη μου», λέει η κυρία. «Είμαι η μαντάμ Τερέζ.Γιατί ο Αντουάν φορά γυαλιά;»

    Της εξηγώ και μετά την ρωτώ για την ποδιά, για τα βιβλία καιτα τετράδια.

    «Έχετε και άλλο παιδί στις καλόγριες δίπλα; Εκεί είναι δα-σκάλα η κόρη μου».

    «Δεν είναι δυνατό», μου ξεφεύγει, «πόσων χρόνων είναι η κόρησας; Εσείς ούτε τριάντα δε φαίνεται να είστε».

    «Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο, αν προσθέσετε άλλα δέκαχρόνια, θα πέσετε σωστά. Η κόρη μου είναι είκοσι χρόνων. Είναιη πρώτη της δουλειά, θα την γνωρίσετε, αλλά όχι σήμερα. Το διά-λειμμα τελειώνει, τους πάνε μέσα. Αν βιαστείτε, θα δείτε και τον

    PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 37

  • μικρό σας, αλλά πρέπει να τρέξετε λίγο, πρέπει να πάτε από τηνάλλη πόρτα».

    Αποχαιρετούμε τη μαντάμ Τερέζ και τρέχουμε. Είδαμε τηνΠροσχολική να μπαίνει στην αίθουσα. Περιμέναμε λιγάκι να κά-τσουν στα θρανία τους και είδαμε από το παράθυρο τον Γιώργο νακάθεται σοβαρός με ορθάνοιχτα τα μάτια του, στυλωμένα στη δα-σκάλα. Δεν είναι δυνατό να είναι η κόρη της μαντάμ Τερέζ! Κο-ντή, στρουμπουλή, μελαχρινή! Τίποτα δεν πήρε από τη μάνα της;Ούτε το μπόι ούτε το σώμα ούτε το ξανθό μαλλί; Άδικη που είναιη φύση πολλές φορές.

    Ο Στέλιος έφερε τα παιδιά από το σχολείο το μεσημέρι. Έ-πλυναν τα χέρια τους και κάθισαν στο τραπέζι. Έφαγαν και οι δυομε όρεξη, ο Αντώνης έφαγε και το κρέας του.

    «Πεινούσατε», τους λέω. «Ναι, μαμά, εγώ πεινούσα πολύ», λέει ο Γιώργος. «Το Αμρου-

    λάκι έφαγε το ψωμί που έβαλες στην τσάντα μου».«Και εσύ έφαγες το ψωμί του; Τι είναι το Αμρουλάκι;»«Είναι παιδί σαν εμένα, έφαγε το δικό του και ύστερα άρπαξε

    το δικό μου από το χέρι μου και το έφαγε». Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια ο Γιώργος. «Θα σου βάλω στην τσάντα σου δυο ψωμάκι�